ἱερωμένοι

ἱερωμένοι
ἱ̱ερωμένοι , ἱερόω
consecrate
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἱερώμενοι — ἱεράομαι to be a priest pres part mp masc nom/voc pl ἱεράζω serve as priest fut part mid masc nom/voc pl ἱερόω consecrate pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • Клир — (κλήρος, clerus) причт, духовенство. К. в обширном смысле называется состав духовных лиц, по правилам христианской церкви посвященных на служение в ней, в менее обширном совокупность всех духовных лиц церкви, за исключением архиереев, также… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • BALNEA Mixta — ab Hadriano Caes. sublata. Olim namque viri feminaeque mixtim lavabant, nullô pudore nuditatis: quem turpissimum morem Graecos accepisse a Romanis, in M. Catone queritur Plutarchus. Et quidem tum prim um foeda haec consuetudo incepit, cum Agrippa …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • εφημερεύω — (ΑΜ ἐφημερεύω, Μ και ἐφημερεύγω και φημερεύγω) [εφήμερος] επιβλέπω, εποπτεύω καθ όλη την ημέρα, διημερεύω, είμαι σε υπηρεσία όλη την ημέρα (α. «ἐπιτιθέμενοι... τοῑς ἐφημερεύουσι μεθ ἡμέραν προφανῶς», Πολ. β. «εφημερεύον νοσοκομείο») νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • σαρίκι — και σαρίκιο, το, Ν 1. λεπτό λευκό ύφασμα που τυλίγουν οι μωαμεθανοί ιερωμένοι και άλλοι επίσημοι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι 2. κάλυμμα τού κεφαλιού από περιτυλιγμένη ταινία που φορούν οι Ινδοί 3. η κίδαρις* τών αρχαίων Περσών 4. ανδρικός… …   Dictionary of Greek

  • σερίφης — Αξιωματούχος της εκτελεστικής εξουσίας σε περιοχές της Μ. Βρετανίας, Ιρλανδίας και ΗΠΑ. Η νομική τους θέση στη Μ. Βρετανία καθορίζεται από κανόνες του κοινού δικαίου και αποφάσεις της Βουλής. Στη χώρα αυτή δεν μπορούν να γίνουν σ. οι φτωχοί, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”